Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ

                   ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ  

Ο Μοσκώβ-Σελήμ είναι το τελευταίο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ο ίδιος το έγραψε όσο ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Εκδόθηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία από τις 28 Μαρτίου 1895.
Το διήγημα αυτό του Βιζυηνού είναι ένα ψυχογράφημα ενός εύπορου και αντιπροσωπευτικού Τούρκου, που επιλέγει ο Βιζυηνός να τον καταστήσει κεντρικό ήρωα της ιστορίας του, ασκώντας συστηματική σπουδή της τουρκικής ψυχής και νοοτροπίας.
Με τη συγγραφή του «Μοσκώβ-Σελήμ» γκρεμίζει τα τείχη του φυλετικού μίσους και οικοδομεί την αγάπη και τη φιλία που μπορεί να αναπτύσσεται σε πρόσωπα, ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμά τους. Ο αφηγητής λέει κάποια στιγμή περιγράφοντας τη συνάντηση με τον ήρωα: «Καλά, λοιπόν, το λέγουν πως δύο άνθρωποι μπορεί να είναι τόσο ξένοι μεταξύ τους και όμως οι ψυχές τους να είν’ αδέλφια!»



Γράψτε την εξομολόγηση της μητέρας. Γράψτε ένα κείμενο, όπου η μητέρα θα μιλάει σε α΄ πρόσωπο για τη ζωή της, τις στενοχώριες της και την αγάπη της για το Σελήμ και θα εξηγεί, γιατί τον μεγαλώνει σαν κορίτσι.


«Προερχόμουν από μία εύπορη οικογένεια η οποία μου παρείχε μία αξιοπρεπή εκπαίδευση. Αργότερα στην ζωή μου νυμφεύθηκα τον άνδρα ο οποίος τώρα είναι και ο πατέρας των τριών παιδιών μου. Και τα τρία μου παιδία ήταν αγόρια, γι’ αυτό και δεν είχα την ευκαιρία να αποκτήσω και μία θυγατέρα. Ο σύζυγος μου από την άλλη πλευρά αποφάσισε να βρίσκεται με κάποια άλλη γυναίκα. Πολλές ήταν οι δυστυχίες μου, αλλά αυτές με τάραζαν περισσότερο.
Κατάφερα ωστόσο να απαλλαχθώ από τον καημό που τόσα χρόνια με κυρίευε περί της «απόκτησης» μιας θυγατέρας. Αυτό το κατάφερα με το να ντύνω τον πολυαγαπημένο μου γιο, ο οποίος μου έμοιαζε σε όλα μου τα χαρακτηριστικά, σαν να ήταν ο ίδιος η κόρη μου. Δώδεκα χρονών έγινε ο Σελήμ και εγώ τον στόλιζα σαν να ήταν κούκλα.  Τον αγαπούσα πολύ, με αποτέλεσμα να προσπαθώ να τον κρατήσω όλο και περισσότερο μέσα στο χαρέμι. Όλα αυτά όμως δεν με ικανοποίησαν, καθώς γινόταν όλο και πιο φανερή η επιθυμία του πολυαγαπημένου μου γιου – ο Θεός να του δώσει την ευλογία του – να βρίσκεται κοντά στον πατέρα του, όπως ακριβώς συνέβη με τους  δύο υπόλοιπους γιους μου, οι οποίοι ήσαν μεγαλύτεροι σε ηλικία από τον Σελήμ. Βέβαια, το γεγονός αυτό με στενοχωρούσε πολύ, καθώς ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας μου το οποίο βρισκόταν δίπλα μου.
Έτσι, μία μέρα προσπάθησα να του εξηγήσω την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Ο Σελήμ από την άλλη πλευρά φαινόταν αδιάλλακτος. Έτσι, αφού το ξανασκέφθηκα καλύτερα, αποφάσισα να του αγοράσω οτιδήποτε θελήσει, με την προϋπόθεση να με αγαπήσει όσο τον αγαπούσα και εγώ και να μην με εγκαταλείψει, όπως ακριβώς έκαναν τα υπόλοιπα παιδιά μου και ο σύζυγός μου. Ο Σελήμ δέχτηκε την πρόταση με μεγάλη ευχαρίστηση. Πετούσε από την χαρά του και αυτό με ευχαρίστησε πολύ. Του έλεγα μάλιστα τα εξής λόγια, τα οποία δεν ξέχασα ποτέ: «Όταν με αγαπάς εσύ, δεν αισθάνομαι την περιφρόνηση των άλλων.». Ο Σελήμ τήρησε την υπόσχεσή του και δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Κατανοούσε την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν όλα αυτά τα χρόνια δυστυχισμένη και συμπαραστεκόταν μαζί μου. Γι’ αυτό τον λόγο, εκπλήρωσα και εγώ το δικό μου μέρος της υπόσχεσης και του αγόρασα δύο μικρά πιστολάκια, που του είχα τάξει πριν το μπαϊράμι.
Μετά από λίγο καιρό, ήρθε η ώρα που ο μεγαλύτερος γιος μου έπρεπε να υπηρετήσει την πατρίδα του στον πόλεμο. Ο πατέρας του ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτόν, καθώς περίμενε με ανυπομονησία την στιγμή που ο γιος του θα έπρεπε να ταχθεί ενάντια στους εχθρούς που απειλούσαν το κτήμα του σουλτάνου. Ωστόσο ο γιος φοβήθηκε και ο Σελήμ ήταν πρόθυμος να πάει αυτός στον πόλεμο στην θέση του αδελφού του. Έτσι, εγώ αναγκάστηκα να υποστώ τον αποχωρισμό του πολυαγαπημένου μου Σελήμ. Δεν άκουσα ξανά από αυτόν, γι’ αυτό και δεν γνώριζα αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Υποχρεώθηκα λοιπόν η δύστυχη να μείνω με την απορία για το αν ζει ακόμα ο γιος που τόσο πολύ αγάπησα ακόμα και στα τελευταία χρόνια της ζωής μου.»
Παναγόπουλος – Παπαγεωργίου Παναγιώτης, Β3, 2016



Πολυαγαπημένε μου Σελήμ,

Θα ήθελα να βγάλω από την καρδιά μου, όλα αυτά που με πνίγουν τόσα χρόνια. Από μικρή ηλικία που ήμουν, αγαπούσα πολύ τον πατέρα σου… Όμως εκείνος δεν αρκέστηκε σε εμένα. Εξαιτίας της ευπορίας του, είχε και άλλες γυναίκες, όπως γνωρίζεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομονωθώ, να κλειστώ στον εαυτό μου και η στεναχώρια μου ήταν αβάσταχτη. Έτσι, έδωσα όλη την αγάπη που είχα σε εσένα! Σε πήρα μαζί μου να ζήσεις στο χαρέμι γιατί ένιωθα τόση μοναξιά.
Συγγνώμη που σε έκανα να υποστείς όλο αυτό το ακαταλόγιστο, αλλά ήθελα να σε κρατήσω δίπλα μου διότι η  απουσία του πατέρα σου, μου κόστισε.
Να ξέρεις πως σε αγαπάω πολύ!
Η μαμά σου.
Mαρισία Μήτρου, Β2, 2016 



Αγαπημένε μου γιε, Σελήμ,

θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για τον τρόπο που σε μεγάλωσα.
Ξέρω πώς δεν μεγάλωσες όπως όλα σου τα αδέρφια και πως εσένα σε είχα πιο κοντά μου. Σε μεγάλωσα, όπως θα μεγάλωνα μια κόρη και ίσως αυτό σου έκανε κακό.
Όμως σου ορκίζομαι πως δεν το έκανα κακοπροαίρετα. Σε αγαπούσα περισσότερο από οτιδήποτε, γιατί ήσουν το μόνο πράγμα που μου έδινε δύναμη και το μόνο πλάσμα από το οποίο έπαιρνα αγάπη.
Τα αδέρφια σου, όσο μεγάλωναν, γινόντουσαν σκληρά και απότομα… φαίνεται έμοιασαν στον πατέρα σου. Και αυτός έτσι ήταν πάντα, σκληρός και απότομος, δεν μου έδειξε ποτέ αγάπη…
Βέβαια, αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Ο πατέρας σου είχε ολόκληρο χαρέμι, οπότε εγώ ήμουν μία από όλες και εγώ ένιωθα μόνη μου.
Αλλά μετά ήρθες εσύ, το αγγελούδι μου, που όσο μεγάλωνες  γινόσουν τόσο ευαίσθητος και μου έδινες όση αγάπη είχα στερηθεί τόσα χρόνια από όλους. Επειδή σε αγαπούσα και σε αγαπάω περισσότερο από όσο μπορείς να φανταστείς, προσπαθούσα να σε κρατήσω κοντά μου όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς να σκεφτώ το τι μπορεί να ήθελες εσύ.
Συγχώρεσέ με, αγοράκι μου, γιατί ό,τι έκανα ήταν όλα από αγάπη.

Αναστασία Σελαμάι, Β3, 2016



Γράψτε την εξομολόγηση του μεγάλου αδερφού. Γράψτε ένα κείμενο, όπου θα μιλάει σε α΄ πρόσωπο για την κρίσιμη στιγμή της ζωής του, τη στιγμή της στράτευσής του, τους φόβους του και τα αισθήματά του για το μικρό του αδερφό που τον έσωσε από τον πόλεμο και το θάνατο.

«Όταν έμαθα πως τελικά εγώ ήμουν αυτός που κλήθηκε να υπερασπιστεί την πατρίδα μας στον Κριμαϊκό πόλεμο εναντίον των Ρώσων έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Πανικοβλήθηκα, δεν ήξερα πως έπρεπε να αντιδράσω. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι με τίποτα δεν ήθελα να πάω σε αυτόν τον πόλεμο και να πολεμήσω ανυπεράσπιστος στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα μόνο να πάρω μέρος στην μάχη μου προκαλούσε τρόμο. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να βρίσκεται διαρκώς σε κίνδυνο και ανά πάσα στιγμή να μπορούσα να ήμουν νεκρός.
Ευτυχώς, όταν βγήκε ο πατέρας μου από το δωμάτιο έμεινε κοντά μου ο μικρός μου αδερφός και με παρηγόρησε και ενώ ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα εκείνος μου ανήγγειλε την απόφαση του. Μου είπε πως δεν πρέπει να ανησυχώ αφού ήταν εκείνος πρόθυμος να πάρει την θέση μου στον πόλεμο. Έτσι, εξαιτίας της γενναιότητας και του θάρρους του Σελήμ από την απόγνωση βρέθηκα στην απόλυτη ευτυχία. Μετά από αυτό που έκανε ο μικρός μου αδερφός θα τον αγαπώ πάντα και θα του είμαι για όλη μου την ζωή ευγνώμων.»
 Χαλκιώτη Μαρία, Β3, 2016



Γράψτε μια παραλλαγή της ιστορίας. Γράψτε το γράμμα που λογάριαζε να στείλει ο Σελήμ στον πατέρα του μετά από τον ηρωικό του τραυματισμό και την πρώτη αδικία που υπέστη.

Αγαπημένε μου πατέρα, 
σου στέλνω αυτό το γράμμα ώστε να σε ενημερώσω για τον άσχημο τραυματισμό μου στο μέτωπο του πολέμου αλλά και για την αδικία που υπέστην από τον χιλίαρχο!
Καθώς πολεμούσαμε και επικρατούσαμε στη μάχη, ο εχθρός έφερε ενισχύσεις και βρεθήκαμε σε πολύ άσχημη θέση. Ρώσοι από παντού! Οι δειλοί να εγκαταλείπουν την μάχη μαζί τους και ο χιλίαρχος. Εγώ και κάποιοι αγωνιστές να παραμένουμε επιλέγοντας να πεθάνουμε για την πατρίδα. Τραυματίστηκα πάρα πολύ άσχημα στην σπονδυλική στήλη και στον αυχένα. Ευτυχώς τώρα είμαι καλά. Όμως, όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο μου ανακοινώθηκε πως ο χιλίαρχος, που όπως αποδείχτηκε είχε μέσο τον Σουλτάνο, πήρε τα παράσημα αντί για εμένα, που έμεινα εκεί για να υπερασπιστώ την πατρίδα ενώ ο άλλος έφυγε!
Θα ήθελα εάν αναγνωρίζεις την ανδρεία μου και το θάρρος μου να μου προσφέρεις, αφού και εμείς έχουμε συγγενή το Σαρασκέρη, όσα είχες υποσχεθεί στον αδερφό μου γιατί εγώ το άξιζα. 
Ελπίζω να είστε όλοι καλά! Δώσε φιλιά στη μαμά και στα αδέρφια μου! Σας αγαπάω όλους!
 
                                              Με αγάπη,
                                                     Σελήμ
                                       Δαμιανός Λιβάνης, Β2, 2016


Πατέρα,
πώς είσαι; Ελπίζω να είσαι καλά. Ελπίζω να είστε όλοι καλά. Εγώ είμαι εντάξει. Αναρρώνω σταδιακά. Βλέπεις, τραυματίστηκα στη μάχη.
Τα πράγματα εδώ είναι δύσκολα. Μάχες γίνονται όλο και πιο συχνά. Πολλοί λιποτακτούν. Δειλιάζουν να τα βάλουν με τον εχθρό. Ο στρατός μας έχει υποστεί πολλές απώλειες, οι περισσότερες είναι αποτέλεσμα των μαχών. Ίσως για αυτό λιποτακτούν οι άλλοι. Εγώ όμως είμαι ακόμα εδώ. Έτοιμος να πολεμήσω για την πατρίδα αλλά και για να σε κάνω περήφανο.
Όπως σου ανέφερα, τραυματίστηκα. Ήμασταν στη μάχη. Πολεμούσαμε για ώρες. Πολλοί είχαν σκοτωθεί. Τα πτώματα ήταν παντού γύρω μας. Δεν βλέπαμε πλέον το χώμα, αλλά μια κοκκινωπή λάσπη. Κανείς δεν τα παρατούσε. Συνεχίζαμε να πολεμάμε αγνοώντας το τοπίο γύρω μας. Ο σημαιοφόρος μας σκοτώθηκε. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να πέφτει σιγά σιγά από το άλογό του. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς το μέρος του. Οι συμπολεμιστές μου συνέχιζαν να πολεμούν. Κάποιοι όμως είχαν δει τον σημαιοφόρο και το έβαλαν στα πόδια. Ανάμεσά τους είδα και τον στρατηγό και ένιωσα ντροπή που είχαμε ένα τόσο δειλό άνδρα για ανώτερό μας. Έφτασα επιτέλους το σημαιοφόρο και κρατώντας τη σημαία στο ένα μου χέρι τη σήκωσα ψηλά, ενώ ακόμα κρατούσα το όπλο μου με το άλλο χέρι.
Δεν θυμάμαι πολλά από το υπόλοιπο της μάχης, δεν ξέρω καν αν νικήσαμε ή χάσαμε. Ξέρω όμως ότι όταν άνοιξα  τα μάτια μου ήμουν στο νοσοκομείο τραυματισμένος. Ήτανε να πάρω παράσημο για αυτό που έκανα στη μάχη. Δεν μου το έδωσαν. Το παράσημο το πήρε ο στρατηγός, αυτός ο δειλός. Κι εμένα; Εμένα μου έδωσαν ένα φτυάρι.
Αυτός είναι ο λόγος που σου γράφω. Ξέρω πως έχεις κάποιες γνωριμίες και ήλπιζα να τις χρησιμοποιήσεις για τις αδικίες που έγιναν εναντίον μου. Θα με έκανε χαρούμενο αυτή σου η πράξη και παράλληλα εσύ θα διόρθωνες την αδικία που έγινε.
Αν δεν κάνεις κάτι, δεν θα παρεξηγηθώ. Έτσι κι αλλιώς, πατέρας μου είσαι και σε ξέρω. Όσο κι αν λέω στον εαυτό μου το αντίθετο, ξέρω πως κατά βάθος έχεις τους λόγους σου.
Σας έχω όλους στο μυαλό μου. Θα σας ξαναγράψω όταν βρω την ευκαιρία. Πολεμώ για να σας κάνω περήφανους. Κυρίως εσένα.

Ο γιος σου, Σελήμ


Ροζαλίντα Σούλλα, Β3, 2016    


Πατέρα, 
ελπίζω να είστε όλοι καλά στο σπίτι. 
Εγώ αντιμετωπίζω πρόβλημα. Κατά την μάχη στη Σιλίστρια έπεσε ο σημαιοφόρος και ο χιλίαρχος λιποτάκτησε. Εγώ για να γλιτώσω τη σημαία, τραυματίστηκα σοβαρά. 
Όταν ανάρρωσα, έμαθα ότι ο χιλίαρχος ο λιποτάκτης πήρε τον προβιβασμό και το παράσημο που είχε στείλει ο Σουλτάνος μας, ο Πολυχρονεμένος, σε όποιον έσωσε τη σημαία, χρησιμοποιώντας ένα μέσο που είχε.
Είχες πει ότι ο Σερασκέρης είναι συγγενής μας και ότι θα έγραφες για τον αδερφό μου. Περιμένω, λοιπόν, να κάνεις τώρα το ίδιο για μένα, για να αποδοθεί το δίκαιο.


Ο γιος σου, Σελήμ

Παπανικολάου Παναγιώτης, Β3


Πατέρα,
Σου γράφω αυτό το γράμμα έχοντας ανάμεικτα συναισθήματα...
Εχθές ο «ανάξιος» γιός σου κατόρθωσε κάτι πολύ σημαντικό. Διέσωσα το λάβαρο, πατέρα, και το υπερασπίστηκα με όλο μου το είναι. Τραυματίστηκα βαριά. Βέβαια, με θλίψη μου σου ανακοινώνω πως δεν θα υπάρχει κάποιο χειροπιαστό αποδεικτιτκό αυτού μου του κατορθώματος, μια που ο λιποτάκτης ταγματάρχης γνωρίζει τον Σερασκέρη και πήρε αυτός το μετάλλιο και την προαγωγή για την υποτιθέμενη ανδρεία του.
Εμένα όμως αυτό δεν με επηρεάζει, γιατί η πράξη είναι που μετράει, σωστά; Δεν αξίζει να χρησιμοποιούμε τις γνωριμίες για να αυτοπροβληθούμε, αφού έτσι ισοπεδώνουμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και την αντρειοσύνη που αποκτά κανείς στο πεδίο της μάχης υπερασπιζόμενος τα ιδανικά της πατρίδας.
Ήθελα να μοιραστώ τη χαρά μου μαζί σου και την ηθική ικανοποίηση που πήρα μετά από αυτή μου την πράξη, παρά το γεγονός ότι αδικήθηκα, ελπίζοντας κι εσύ να χάρηκες μαζί μου και να κατάλαβες επιτέλους την αξία μου που τόσα χρόνια περιφρονούσες, σε αντίθεση με εμένα που σε είχα ως πρότυπο, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα, αναζητώντας μάταια ένα δείγμα πατρικής υπερηφάνειας και αγνής αγάπης από σένα.

Με εκτίμηση στο πρόσωπό σου όπως πάντα,
ο γιος σου,
Σελήμ


Ανθή Πεταλωτή, Β3, 2016



Γράψτε μια παραλλαγή της ιστορίας. Πώς θα είχε αλλάξει η πορεία της ζωής του Σελήμ και όλης του της οικογένειας, αν δεν είχε πάει στρατιώτης στη θέση του αδερφού του και είχε μείνει στο σπίτι του. 

Ο Σελήμ ως ένα ανήμπορο μέλος της οικογένειας που ήταν "εγκλωβισμένος" από την αγάπη της μητέρας έπρεπε να βρει ένα τρόπο να αποδράσει και να αποδείξει την αξία του στον πατέρα του.
Η μοναδική παράτολμη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να πάρει την θέση του αδελφού του στην μάχη. Αν επέλεγε να μην κάνει αυτήν την κίνηση, πιθανώς να έμενα για πάντα ένα «κοριτσάκι» χωρίς την παραμικρή αναγνώριση του πατέρα του σαν ένα από τα αγόρια της οικογένειας.
Η μητέρα του θα ήταν ευτυχισμένη που δεν θα την άφηνε μόνη της και θα έχει μια παρηγοριά σε αυτό τον κόσμο. Ίσως μετά τον θάνατο της μητέρας του να έμενε εντελώς ανυπεράσπιστος και να παντρευόταν φεύγοντας μακριά από την οικογένεια του.


Βασιλική Φούζα, Β3, 2016